συριγγίτης

συριγγίτης
σῡριγγ-ίτης [ῑ], ου, , fem. [suff] σῡριγγ-ῖτις, ιδος, a precious stone, Plin. HN37.182.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συριγγίτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συριγγίτης — ὁ, ΜΑ, και θηλ. συριγγῑτις, ίτιδος, Α είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος + κατάλ. ίτης / ῖτις (πρβλ. ὀνυχ ίτης / ὀνυχ ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • συριγγίτην — συριγγίτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”